- αροκάρια
- (araucaria). Γένος ξυλωδών φυτών, που ανήκει στην οικογένεια των αροκαριδών. Είναι αειθαλή ψηλά δέντρα των εύκρατων και ψυχρών περιοχών του νοτίου ημισφαιρίου.
Η α. η επαλληλόφυλλη σχηματίζει μεγάλα δάση στην Αμερική (ειδικά στη Χιλή και τη Βραζιλία) και την Αυστραλία. Η α.η βιβδίλλεια και η α. η υψικάρηνη καλλιεργούνται στις χώρες της νότιας Ευρώπης, που έχουν ήπιο κλίμα, ως καλλωπιστικά δέντρα σε πάρκα και δενδροστοιχίες. Έχουν κωνικές διακλαδώσεις, αραιές, συνήθως σε κάθετα επίπεδα. Τα φύλλα τους είναι μικρά, λεπιοειδή, βελονοειδή ή λογχοειδή. Είναι άμισχα, δερματοειδή, σκληρά, συχνά αγκαθωτά στην κορυφή.
Στις νότιες παραθαλάσσιες περιοχές της Ελλάδας καλλιεργείται μεμονωμένη μέσα σε κήπους η α.η υψικάρηνη, που φυτεύεται επίσης μέσα σε γλάστρα για καλλωπισμό εσωτερικών χώρων. Εκτός από το ότι είναι εξαίρετα καλλωπιστικά δέντρα, μερικά δασικά είδη α. είναι πολύτιμα για την ξυλεία και τη ρητίνη που παράγουν, καθώς και για τα μεγάλα φαγώσιμα σπέρματά τους.
Η αρoκάρια καλλιεργείται στις περιοχές της Μεσογείου ως καλλωπιστικό.
Dictionary of Greek. 2013.